(ε)ξαγορεύω

(ε)ξαγορεύω
(ε)ξαγορεύω
(ε)ξαγόρεψα, (ε)ξαγορεύτηκα, μτβ.
1. (για ιερέα), εξομολογώ κάποιον.
2. το μέσ., (ε)ξαγορεύομαι εξομολογούμαι τα κρίματά μου στον ξαγορευτή (τον εξομολόγο, τον πνευματικό).
ξαγορεύω
ξαγόρεψα, ξαγορεύτηκα
1. μτβ., εξομολογώ κάποιον.
2. αμτβ., εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου στον πνευματικό.
3. βολιδοσκοπώ, ανιχνεύω συζητώντας, προσπαθώ να διαπιστώσω τις διαθέσεις του συνομιλητή μου: Ξαγόρεψέ τον με τρόπο, αν θα δεχτεί ή όχι.
4. νουθετώ, συμβουλεύω: ...Και κείνη που την αγαπά καλά την ξαγορεύει (δημ. τραγ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξαγορεύω — (Μ ξαγορεύω) βλ. εξαγορεύω …   Dictionary of Greek

  • εξαγορεύω — και ξαγορεύω (AM ἐξαγορεύω) [αγορεύω] 1. αποκαλύπτω μυστικό, εκμυστηρεύομαι υπό εχεμύθεια 2. (για πνευματικό) εξομολογώ 3. λέω φανερά, αποκαλύπτω με σαφήνεια 4. αποκαλύπτω κάτι μελλοντικό 5. μέσ. εξαγορεύομαι εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ξαγόρεμα — το [ξαγορεύω] η εξομολόγηση …   Dictionary of Greek

  • ξαγόρεμα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξαγορεύω, η εξομολόγηση. 2. βολιδοσκόπηση. 3. συμβουλή, νουθεσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”